- κελευσμός
- κελευσμόςordermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελευσμός — κελευσμός, ὁ (Α) πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῡ δεῑ με», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα] … Dictionary of Greek
κελευσμοῖς — κελευσμός order masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελευσμοῦ — κελευσμός order masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελευσμῶν — κελευσμός order masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελευσμόν — κελευσμός order masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… … Dictionary of Greek
κελευσμοσύνη — κελευσμοσύνη, ἡ (Α) ιων. τ. τού κέλευσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός] … Dictionary of Greek
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek